Περιλήψεις εισηγήσεων

Η ιδεολογική ακρότητα ως αντικείμενο της Κοινωνικής Ψυχολογίας: «συμβατικότητες» του εξτρεμισμού και «εξτρεμισμοί» της συμβατικής σκέψης
Γεράσιμος Προδρομίτης
Τμήμα Ψυχολογίας
Σχολή Κοινωνικών Επιστημών και Ψυχολογίας
Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Από το 1950 , που ο Adorno εισάγει την έννοια της «Αυταρχικής Προσωπικότητας», η οποία αποτέλεσε λυδία λίθο στην κοινωνιοψυχολογική μελέτη της πολιτικής σκέψης και συμπεριφοράς και απ’ όταν ο Rokeach, μια δεκαετία αργότερα, εισηγείται την έννοια του «δογματισμού» ως ελεύθερη περιεχομένου γνωστική δομή της «ακραίας σκέψης», οι μελέτες με άξονα τις δυο αυτές θεμελιώδεις έννοιες έχουν αποπειραθεί ως σήμερα να επιλύσουν δύσκολα θεωρητικά ζητήματα και μεθοδολογικούς γρίφους, με ζητούμενο τους μηχανισμούς αποδοχής και εκλογίκευσης της ακρότητας στη ανθρώπινη σκέψη και συμπεριφορά. Στην εισήγηση γίνεται αναφορά σε κεντρικά σημεία-σταθμούς της διαχρονικής πορείας μελέτης του δογματισμού και του αυταρχισμού. Επίσης, μέσα από τη συνοπτική παρουσίαση ερευνητικών ευρημάτων γίνεται απόπειρα να διαλευκανθούν, κατά το δυνατόν, ανθεκτικές στο χρόνο θεωρητικές μονομέρειες και μεθοδολογικές ασυμμετρίες στην προσέγγιση των δυο εννοιών και ταυτόχρονα να αναδειχθεί το ιδεολογικό φορτίο μορφών και βαθμίδων ανοχής της «κανονικής» και της «λιγότερο κανονικής» κοινωνικής σκέψης, σε κεντρικά θέματα όπως η υποδοχή και αποδοχή της βίας, το περιεχόμενο υποστηριζόμενων αξιών και επιλογών ζωής και οι τρόποι νομιμοποίησης/απονομιμοποίησης της εξουσίας.
Μηντιακή αβεβαιότητα, κοινωνικοψυχολογικές διαδικασίες και πολιτικές αποφάσεις: Πώς τα Μ.Μ.Ε. επηρεάζουν την πολιτική μας σκέψη
Αντώνης Γαρδικιώτης,
Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μ.Μ.Ε.,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Η παρούσα ανακοίνωση διερευνά τη σημασία των μέσων μαζικής επικοινωνίας (Μ.Μ.Ε.) για τις πολιτικές που υποστηρίζουν οι πολίτες σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Ειδικότερα μελετάται η σχέση μεταξύ του βαθμού έκθεσης σε ενημερωτικό μηντιακό περιεχόμενο και της προσλαμβανόμενης αβεβαιότητας η οποία αφορά στην οικονομική κατάσταση αλλά και στην ταυτότητα του πολίτη. Εξετάζεται η σύνδεση της αβεβαιότητας με τις πολιτικές προτιμήσεις του κοινού, οι οποίες αφορούν στην κοινωνικοπολιτική κατάσταση της κρίσης στην Ελλάδα την άνοιξη του 2015. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις κοινωνικοψυχολογικές διαδικασίες οι οποίες διαμεσολαβούν μεταξύ της προσλαμβανόμενης αβεβαιότητας και των πολιτικών αποφάσεων:εξετάζεται η σημασία της πολιτικής ταυτότητας, της προσλαμβανόμενης δικαιοσύνης, και της συλλογικής επάρκειας. Τα ερευνητικά ευρήματα υπογραμμίζουν τη σημασία της αντίληψης της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης από τους συμμετέχοντες, όπως εκφράζεται από τις κοινωνικοψυχολογικές μεταβλητές, και τη συσχέτισή της με την αβεβαιότητα που συνδέεται με τη χρήση που κάνουν των Μ.Μ.Ε. με σκοπό την ενημέρωσή τους.
Δυναμική Ανθρωποδικτύων & Υπολογιστική Κοινωνική Ψυχολογία: χάος και τάξη στα κοινωνικά συστήματα. Εφαρμογές και προοπτικές
Ιωάννης Δ. Κατερέλος,
Τμήμα Ψυχολογίας,
Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Η θεωρία κοινωνικών δικτύων θεωρείται από τις πλέον επιτυχημένες στον χώρο των κοινωνικών επιστημών εφόσον τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει συνεισφέρει σημαντικά τόσο στην πληρέστερη ερμηνεία των ψυχοκοινωνικών φαινομένων εκκινώντας από πολλαπλές και διαφορετικές αφετηρίες (όπως η βιολογία, η επιδημιολογία, οι νευροεπιστήμες, η ανάπτυξη τεχνολογικών καινοτομιών επικοινωνίας κ.ά.) όσο και στον εμπλουτισμό της θεωρητικής εξήγησης χρησιμοποιώντας μια νέα οπτική η οποία θέτει νέα (πολύ-επιστημονικά) πλαίσια μεθοδολογικής αναφοράς. Έτσι, τείνει να αντιλαμβάνεται τον κόσμο μας σαν ένα ενιαίο χώρο στοιχείων (ή «μονάδων») συμπεριλαμβάνοντας τις σχέσεις (αλληλεπιδράσεις) που έχουν αυτά τα στοιχεία μεταξύ τους. Από την μία πλευρά, η ατομική δυναμική των στοιχείων καθορίζεται από την ίδια την μορφή του δικτύου και την χροιά των αλληλεπιδράσεων τουλάχιστον σε ισότιμο βαθμό σε σχέση με τα ατομικά και ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του κάθε στοιχείου. Από την άλλη πλευρά, η κοινωνική δυναμική αναδύεται μέσα από την πληθώρα των ταυτόχρονων ατομικών αλληλεπιδράσεων όπου και διακρίνεται αυτή η πολύπλοκη σχέση μίκρο-μάκρο. Είναι εμφανές λοιπόν, ότι η θεωρία κοινωνικών δικτύων συναναστρέφεται με την θεωρία πολυπλοκότητας που με την σειρά της συνίσταται από μια πληθώρα δυναμικών μοντέλων και αποκτά έτσι μια ιδιαίτερη μεθοδολογική θέση. Από την μια πλευρά, απορρίπτει τις μάλλον αφελείς θετικιστικές προσδοκίες (πχ. Συμπεριφορισμός) και, από την άλλη πλευρά, υιοθετεί θετικιστικά πρότυπα ανάλυσης μέσα από μια ποιοτική αντίληψη που ξεφεύγει από την ανερμάτιστη υφή του απλού πειστικού αφηγήματος (πχ. Μετα-νεωτερικός κοστρουκτιβισμός).
Στην συνέχεια, θα δείξουμε κάποιες εφαρμογές ως προς τα κοινωνικά δίκτυα: Ι/των πασχόντων από κατάθλιψη Vs υγιών, ΙΙ/ των ατόμων σε πρόγραμμα απεξάρτησης στην Φάση 1 Vs ατόμων σε πρόγραμμα απεξάρτησης στην Φάση 2, ΙΙΙ/ της συνεργασίας Vs της ηθικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και, ΙV/ της φιλίας Vs του εκφοβισμού στο δημοτικό σχολείο.
Κοινωνική γνώση μαθητών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σχετικά με την οικογένεια και τη θρησκεία
Πέννυ Χ. Παναγιωτοπούλου
Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπάιδευσης
Πανεπιστήμιο Πατρών
Η οικογένεια και η θρησκεία αποτελούν σημεία αναφοράς στη σκέψη του Έλληνα (Γεώργας και συν., 2004˙Παναγιωτοπούλου, 2000).Η παρούσα έρευνα αφορά στην κοινωνική γνώση των μαθητών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ως προς την οικογένεια και τη θρησκεία στην Ελλάδα. Η κοινωνική γνώση αποτελεί τη βάση για τη διαμόρφωση των κοινωνικών αξιωμάτων του ατόμου, τα οποία αποτελούν γενικές πεποιθήσεις για τον εαυτό κάποιου, την κοινωνία και το φυσικό περιβάλλον, ή τον πνευματικό κόσμο και έχουν τη μορφή του ισχυρισμού σχετικά με τη σχέση μεταξύ δύο οντοτήτων ή εννοιών (Leung, 2002). Στόχος της έρευνας ήταν να διερευνηθεί πώς οι μαθητές δημοτικού σκέφτονται όσον αφορά τη θεματική της οικογένειας και της θρησκείας. Στην έρευνα συμμετείχαν 249 μαθητές από δέκα δημοτικά σχολεία του νομού Αχαΐας. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν με τη μέθοδο των δομημένων συνεντεύξεων. Από την ανάλυση των δεδομένων φάνηκε, ότι οι μαθητές του δημοτικού παρουσίασαν ως αντιπροσωπευτικές εικόνες της οικογένειας στην πλειοψηφία τους, εκείνες που αναφέρονται στις δραστηριότητες μεταξύ των μελών-προσώπων της οικογένειας δίνοντας έμφαση στα συναισθήματα και την εκδήλωσή τους μεταξύ των μελών. Οι εικόνες που δόθηκαν από τους μαθητές και αφορούν στη θρησκεία αναφέρονται στις προσωπικές εμπειρίες τους με τους χώρους και τις θρησκευτικές δραστηριότητες μέσω της οικογένειας. Η συζήτηση των ευρημάτων γίνεται στα πλαίσια την έκδηλης μάθησης όπως αυτή ορίζεται από το αναλυτικό πρόγραμμα και τη διδακτέα ύλη στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Η συμβολή των κοινωνικών αναπαραστάσεων στην εκπαίδευση: Ερευνητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις.
Mαρία Γκέκα
Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Η παρούσα ανακοίνωση έχει ως στόχο την ανάδειξη της θεωρίας των κοινωνικών αναπαραστάσεων στην μελέτη των φαινομένων που αφορούν στην εκπαίδευση. Tο μοντέλο των κοινωνικών αναπαραστάσεων επιτρέπει τη διερεύνηση του τρόπου με το οποίο τα άτομα σε συνθήκες κοινωνικής αλληλεπίδρασης δημιουργούν εικόνες και αναπαραστάσεις σε σχέση με τις πρακτικές και τις δράσεις τους. Συγκεκριμένα ερευνητικά δεδομένα μελετών σε εκπαιδευτικούς και φοιτητές παιδαγωγικών τμημάτων για την αναπαράσταση του εκπαιδευτικού ρόλου παρουσιάζονται και αναλύονται. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν οι τεχνικές των ελεύθερων ειρμών και της ημι-δομημένης συνέντευξης. Τα δεδομένα αναλύθηκαν με ποσοτικές (παραγοντικές αναλύσεις, δεντρόγραμμα) και ποιοτικές μεθόδους (ανάλυση περιεχόμενου, θεματικές κατηγορίες). Τα αποτελέσματα αναδεικνύουν τη δομή της κοινωνικής αναπαράστασης του δασκάλου και του νηπιαγωγού και την επίδραση των σπουδών, της πρακτικής άσκησης αλλά και της επαγγελματικής εμπειρίας. Επιπλέον, μεταβλητές όπως ο χώρος φαίνεται να είναι καθριστικής σημασίας στη διαμόρφωση της κοινωνικής αναπαράστασης του εκπαιδευτικού ρόλου. Τα συμπεράσματα και οι προτάσεις της παρούσας ανακοίνωσης θα αποτελέσουν αφορμή για περαιτέρω συζήτηση και εμβάθυνση στα πλαίσια του συνεδρίου.
Γονιός στη νέα ψηφιακή εποχή: Μελέτη των «μύθων» για τον κυβερνοεκφοβισμό γονέων μαθητών Γυμνασίου και Λυκείου.
Ευθύμιος Λαμπρίδης
Τμήμα Ιστορίας & Εθνολογίας, Δ.Π.Θ.
Η έρευνα μελετά τις στερεότυπες αντιλήψεις γονέων εφήβων μαθητών για τον διαδικτυακό εκφοβισμό υπό το πρίσμα της έννοιας των μύθων. Βασικοί στόχοι της είναι η διερεύνηση του βαθμού στον οποίο οι γονείς αποδέχονται τους μύθους για τον διαδικτυακό εκφοβισμό και η εξέταση του βαθμού στον οποίο μια σειρά μεταβλητών (φύλο, επίπεδο και πεδίο μόρφωσης, γνώση τν ΤΠΕ, συχνότητα και είδος χρήσης του Διαδικτύου) επηρεάζουν το επίπεδο της αποδοχής τους. Στην έρευνα έλαβαν μέρος γονείς μαθητών Γυμνασίου και Λυκείου από όλη τη χώρα (Ν = 460). Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν την Κλίμακα των Μύθων για τον Διαδικτυακό Εκφοβισμό (CBM-Scale, Lampridis, 2015) καθώς και μια αυτοσχέδια φόρμα δημογραφικών πληροφοριών με έμφαση στη χρήση και γνώση των νέων τεχνολογιών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι πατέρες αποδέχονται περισσότερο τους μύθους για τον διαδικτυακό εκφοβισμό σε σύγκριση με τις μητέρες του δείγματος. Το φύλο, το επίπεδο μόρφωσης και το είδος των σπουδών, ο χρόνος και το είδος χρήσης του Διαδικτύου, το επίπεδο γνώσης των ΤΠΕ βρέθηκαν να σχετίζονται στατιστικά σημαντικά με το επίπεδο αποδοχής των μύθων. Οι διαφαινόμενες σχέσεις από την ανάλυση σχέσεων μεταξύ δύο μεταβλητών επιβεβαιώθηκαν με τη χρήση πολυ-μεταβλητής ανάλυσης παλινδρόμησης που ανέδειξε το βαθμό στον οποίο καθεμιά από τις πιο πάνω μεταβλητές συντελεί στην διαμόρφωση του επιπέδου αποδοχής των μύθων για τον διαδικτυακό εκφοβισμό. Τα αποτελέσματα ερμηνεύονται στη βάση προηγούμενων σχετικών ερευνών με το βλέμμα στραμμένο στην εισήγηση προτάσεων για την αλλαγή του στερεοτύπου.
Ο ρόλος της διαφορετικότητας στη νομιμοποίηση των κοινωνικών διακρίσεων
Τηλέμαχος Ιατρίδης
Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Η ανάδειξη της διαφορετικότητας θεωρείται ευρέως ως η αυτονόητη αξιακή ασπίδα για την αντιμετώπιση των κοινωνικών διακρίσεων, τόσο ώστε να ταυτίζεται σήμερα με την ανάπτυξη οποιουδήποτε αντιρατσιστικού ή αντιαυταρχικού σχεδίου. Η κοινωνική ψυχολογία συμμερίζεται ως επί το πλείστον αυτή τη θεώρηση της διαφορετικότητας, συγκαταλέγοντάς την, μαζί με την πολυπολιτισμικότητα, στις «προοδευτικές» ιδεολογίες που αμβλύνουν την κοινωνική ιεραρχία. Σε άλλες κοινωνικές επιστήμες, αντίθετα, έχουν συζητηθεί κριτικά οι παραδοχές του λόγου της διαφορετικότητας και έχουν επισημανθεί οι δυνητικά ελιτιστικές εκβολές του. Σε αυτή τη συμβολή, ξεκινώ από αυτή την κριτική συζήτηση και εξετάζω κατά πόσο η διαφορετικότητα αποτελεί κατάλληλο όχημα για την εκπλήρωση της αποστολής που της αναθέτει το τρέχον πνεύμα των καιρών – να προφυλάσσει, δηλαδή, τους κοινωνικά αδύναμους από την απειλή και την πραγματικότητα των κοινωνικών διακρίσεων σε βάρος τους. Η γενική υπόθεση που διατυπώνω είναι ότι ο λόγος της διαφορετικότητας εκπληρώνει την αποστολή του εναντίον των κοινωνικών διακρίσεων, μόνο όμως υπό την προϋπόθεση ότι ο στόχος διάκρισης αναπαρίσταται ως ξεχωριστό, εξέχον άτομο – συγκεντρώνει, δηλαδή, χαρακτηριστικά που τον καθιστούν άξιο λόγου και προστασίας. Η υπόθεση αυτή ελέγχεται και στηρίζεται εμπειρικά από μια σειρά μελετών, πειραματικών και μη-πειραματικών, που υποδεικνύουν επιπλέον συγκεκριμένους διαμεσολαβητικούς μηχανισμούς στην επίδραση του λόγου της διαφορετικότητας. Η συζήτηση των ευρημάτων στρέφεται στις κατανοήσεις του κοινωνικού κόσμου με τις οποίες φαίνεται να συνδέεται ο λόγος της διαφορετικότητας, καθώς επίσης και στις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν οι κατανοήσεις αυτές για την αντιμετώπιση του ρατσισμού, στο χώρο της εκπαίδευσης και αλλού.
Εμπορία γυναικών με σκοπό τη σεξουαλική τους εκμετάλλευση: Κοινωνιοψυχολογικές προσεγγίσεις.
Αφροδίτη Μπάκα & Βασιλεία Διγιδίκη
Τμήμα Ψυχολογίας
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Η εμπορία και διακίνηση γυναικών με σκοπό τη σεξουαλική τους εκμετάλλευση αποτελεί αναμφισβήτητα ένα πολύπλοκο ζήτημα το οποίο ενέχει πολλές και ποικίλες κοινωνικές, πολιτισμικές και κοινωνικο-ψυχολογικές διαστάσεις. Η παρουσίαση επικεντρώνεται στη μελέτη του φαινομένου της εμπορίας γυναικών με σκοπό τη σεξουαλική τους εκμετάλλευση στην Ελλάδα αναζητώντας τους παράγοντες εκείνους που οδηγούν στην απόδοση της ευθύνης για το φαινόμενο στη γυναίκα-θύμα της εμπορίας και στον πελάτη της εμπορίας. Σε ένα δείγμα 624 γυναικών και ανδρών (πελατών και μη πελατών) εξετάστηκαν α) ο βαθμός στον οποίο οι συμμετέχοντες υιοθετούν θετικές ή αρνητικές στάσεις απέναντι στην πορνεία, β) προβαίνουν σε δομικές αποδόσεις των αιτιών της εμπορίας ανθρώπων, και γ) πιστεύουν σε ένα δίκαιο κόσμο, και η σχέση αυτών των παραγόντων με τις στάσεις τους απέναντι στο θύμα και τον πελάτη της εμπορίας γυναικών. Τα αποτελέσματα αναδεικνύουν ότι οι θετικές στάσεις απέναντι στην πορνεία και η πίστη σε ένα δίκαιο κόσμο (άμεση δικαιοσύνη) προβλέπουν αρνητικές στάσεις απέναντι στο θύμα της εμπορίας. Αντίθετα η απόδοση των αιτιών της εμπορίας σε δομικούς παράγοντες (νομοθεσία και οργανωμένο έγκλημα) και οι αρνητικές στάσεις απέναντι στην πορνεία συνδέονται με την υιοθέτηση αρνητικής στάσης απέναντι στον πελάτη. Τέλος διαφοροποιήσεις συναντώνται ως προς το φύλο, την εκπαίδευση και την προηγούμενη εμπειρία των συμμετεχόντων ως πελατών της πορνείας.
Το κεκτημένο δικαίωμα της ιθαγένειας σε ένα αχάριστο κράτος: γηγενείς και μετανάστες μιλούν για το νόμο Ραγκούση.
Αντώνης Σαπουντζής & Μαρία Ξενιτίδου
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Η μελέτη της πολιτειότητας έχει αρχίσει να αποτελεί τα τελευταία χρόνια ένα νέο πεδίο έρευνας της Κοινωνικής Ψυχολογίας. Αν και το σαφές περιεχόμενο της έννοιας συχνά αποτελεί μια διαφιλονικούμενη περιοχή (Condor, 2011), ένα σημαντικό κομμάτι της έρευνας σε αυτό τον τομέα, χρησιμοποιώντας ποσοτικές μεθόδους, προσπάθησε να εξετάσει το πως πολιτειακοί και εθνοτικοί ορισμοί της εθνικής ταυτότητας μπορεί να συνδέονται με την απόρριψη ή την αποδοχή των μεταναστών σε διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια (π.χ. Meeus, Duriez, Vanbeselaere & Boen, 2010; Pehrson & Green, 2010; Pehrson, Vignoles & Brown, 2009; Reeskens & Hooghe, 2010; Rothì, Lyons & Chryssochoou, 2005). Παράλληλα αναπτύσσεται μια παράδοση έρευνας της πολιτειότητας η οποία χρησιμοποιώντας κυρίως την ανάλυση λόγου εξετάζει πως οι άνθρωποι κατασκευάζουν τα όρια μεταξύ πολιτών και μη πολιτών στο λόγο. Βασική παραδοχή των ερευνών αυτών είναι ότι η κατασκευή στο λόγο εννοιών όπως η πολιτειότητα έχει επιτελεστικό χαρακτήρα, οι κοινωνικοί δράστες δηλαδή ενεργητικά επιτελούν κοινωνικές δράσεις με τις κατασκευές τους (Haste 2004; Shotter, 1993), τόσο σε μικροκοινωνικό, όσο και σε μακροκοινωνικό επίπεδο. Η παρουσίαση αυτή ακολουθώντας την ανάλυση λόγου δίνει έμφαση στον τρόπο με τον οποίο γηγενείς και μετανάστες μιλούν για τη σχέση τους με την ελληνική πολιτεία. Υποστηρίζεται ότι συχνά στο λόγο των γηγενών οι μετανάστες παρουσιάζονταν να μην εκπληρώνουν τις πολιτειακές τους υποχρεώσεις και αυτό μπορούσε να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό τους, ενώ η μετανάστες από την άλλη κατασκεύαζαν το ελληνικό κράτος ως αυτό το οποίο δεν εκχωρεί δικαιώματα και συνεπώς δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του απέναντι τους.
"Θεωρία Διαπροσωπικής Αποδοχής Απόρριψης.
Θεωρητικά και ερευνητικά δεδομένα στην Ελλάδα"
Άρτεμις Γιώτσα
Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση της Θεωρίας Διαπροσωπικής Αποδοχής και Απόρριψης (IPAR Theory) στον ελληνικό χώρο. Η θεωρία βασίζεται στην συναισθηματική ανάγκη που έχουν τα άτομα να εισπράττουν θετική ανταπόκριση από τους γονείς τους και τους σημαντικούς άλλους. Όταν αυτή η ανάγκη δεν ικανοποιείται, τα άτομα, ανεξαρτήτως προέλευσης, ηλικίας, γλώσσας, φύλου, είναι πιθανόν να εκδηλώσουν ποικίλες δυσκολίες στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους ή στη συμπεριφορά τους, όπως επιθετικότητα, δυσκολία διαχείρισης συναισθημάτων, εξαρτητική συμπεριφορά, χαμηλή αυτοεκτίμηση, συναισθηματική αστάθεια, αρνητική θεώρηση του κόσμου. Σύμφωνα με τη θεωρία της γονεϊκής αποδοχής - απόρριψης, η ψυχολογική προσαρμογή των παιδιών σε όλο τον κόσμο εξαρτάται από τις αντιλήψεις που έχουν τα παιδιά σχετικά με την αποδοχή ή απόρριψη που έχουν βιώσει από τους γονείς τους. Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα έχουν διεξαχθεί ποικίλες έρευνες στον τομέα της οικογένειας, στο σχολικό πλαίσιο και στο επίπεδο των διαπροσωπικών-συντροφικών σχέσεων σχετικά με την αποδοχή η/και απόρριψη που βιώνουν τα άτομα στη συμπεριφορά των άλλων απέναντί τους. Στην παρούσα ανακοίνωση γίνεται μία συνοπτική παρουσίαση των ερευνών που έχουν διεξαχθεί στην Ελλάδα και αφορούν παιδιά προσχολικής ηλικίας, σχολικής και εφηβικής ηλικίας, εκπαιδευτικούς και γονείς. Η θεωρία επίσης συνδέεται με τη συστημική θεωρία και την αξιοποίησή της στο πλαίσιο της συνεργασίας σχολείου-οικογένειας καθώς και στο χώρο του σχολείου.
Παίξ’ το ξανά, Σαμ:
Φαινόμενα απλής έκθεσης στο διαγωνισμό τραγουδιού της Γιουροβίζιον
Γεώργιος Αμπακούμκιν
Εργαστήριο Ψυχολογίας, Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Ο σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να εξετάσει την εκδήλωση φαινομένων απλής έκθεσης (ΦΑΕ) στο διαγωνισμό τραγουδιού της Γιουροβίζιον (ΔΤΓ). Το ΦΑΕ, δηλαδή η τάση όσο περισσότερο εκτίθεται κάποιος σε ένα ερέθισμα τόσο περισσότερο να του αρέσει το ερέθισμα αυτό, είναι ένα φαινόμενο που έχει διαπιστωθεί εμπειρικά με αρκετή σταθερότητα. Οι περισσότερες σχετικές έρευνες έχουν γίνει στο εργαστήριο. Όσον αφορά έρευνες πεδίου, με δεδομένα από τον «πραγματικό κόσμο», ΦΑΕ έχουν βρεθεί, μεταξύ άλλων, σε ψηφοφορίες σε πολιτικές εκλογές ή στο ΔΤΓ. Όμως, στα ΦΑΕ που έχουν διαπιστωθεί σε πολιτικές εκλογές υπήρχε σύγχυση μεταξύ της εξοικείωσης με τους υποψηφίους και της ικανότητάς τους ως πολιτικών. Από την άλλη, ο ΔΤΓ αποτελεί μια περίπτωση με χαρακηριστικά σχεδόν φυσικού πειράματος, τα οποία τον καθιστούν ένα πολύ ελκυστικό πλαίσιο για τη μελέτη του ΦΑΕ. Δύο προηγούμενες έρευνες προσπάθησαν να αξιοποιήσουν το ΔΤΓ για να μελετήσουν την παρουσία ΦΑΕ. Και οι δύο έρευνες όμως, είχαν περιορισμούς. Στη μια έρευνα δεν πραγματοποιήθηκε η κατάλληλη εξέταση του φαινομένου ενώ παράλληλα έμενε ανοιχτή και μια συγκεκριμένη εναλλακτική ερμηνεία. Στη δεύτερη έρευνα, το σχέδιο περιείχε μια πιθανή σύγχυση. Στην παρούσα έρευνα πραγματοποιήθηκαν δύο μελέτες με στόχο την αντιμετώπιση των περιορισμών των προηγούμενων ερευνών. Στην πρώτη μελέτη, εφαρμόστηκε η κατάλληλη εξέταση του φαινομένου και διαπιστώθηκε το ΦΑΕ, με διαφοροποιήσεις όμως σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα. Στη δεύτερη μελέτη, το ενδεχόμενο της σύγχυσης εξετάστηκε με επιπλέον δεδομένα και υποστηρίχτηκε το αρχικό ΦΑΕ. Συνολικά, η παρούσα έρευνα συνδέει προηγούμενα με νέα ευρήματα που υποστηρίζουν την παρουσία του ΦΑΕ στον πραγματικό κόσμο.